Κηδεύτηκε σήμερα, δημοτική δαπάνη, από την Παναγία Μπεντεβή η 48χρονη εργαζόμενη στο δήμο Ηρακλείου, Δήμητρα Σκουρογιαννάκη, η οποία έχασε χθες το απόγευμα τη μάχη για τη ζωή, μετά τον τραυματισμό της κατ’α τη διάρκεια της εργασίας της, την ημέρα του Αγίου Πνεύματος, στις 20 Ιουνίου (δείτε εδώ).
Η άτυχη εργαζόμενη είχε σοβαρά τραύματα και τις τελευταίες ημέρες η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε δραματικά. Η 48χρονη ήταν μητέρα 4 παιδιών.
Για το θάνατό της εξέδωσε ψήφισμα το δημοτικό συμβούλιο Ηρακλείου, ενώ δήλωση έκανε ο δήμαρχος Ηρακλείου, Βασίλης Λαμπρινός. Επίσης ψήφισμα εξέδωσε ο σύλλογος εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης “Ν. Καζαντζάκης”, στέλεχος του οποίου είναι η κόρη της άτυχης εργαζόμενης.
“Έχω ψηλά το κεφάλι”
Διαβάστε τί έλεγε σε μια μεγάλη απεργία των εργαζομένων στην καθαριότητα, σε συνέντευξή στην εφημερίδα “Πατρίς“, στις 15 Μαρτίου 2008:
Να κρατούν το κεφάλι ψηλά, να μη ντρέπονται για αυτό που κάνουν, γιατί με τη δουλειά τους προσφέρουν στον κόσμο. Αυτή είναι η συμβουλή της οδοκαθαρίστριας, Δήμητρας Σκουρογιαννάκη, προς τους συναδέλφους της. Η ίδια δηλώνει στην «Π» περήφανη για το επάγγελμά της, «μου αρέσει η δουλειά μου, χάρη σε αυτή μεγαλώνω τα παιδιά μου», λέει χαρακτηριστικά. Η κ. Σκουρογιαννάκη είναι διαζευγμένη, μητέρα τεσσάρων παιδιών, ηλικίας από 15 ως 26 ετών, και νιώθει τυχερή που μπορεί και μέσα από τη δουλειά της προσφέρει τα δέοντα στην οικογένειά της.
Παράλληλα, καλεί τον κόσμο να αφήσει πίσω του τα ταμπού που έχει και να δεχθεί ότι το επάγγελμα του οδοκαθαριστή είναι όπως όλα τα υπόλοιπα και όσοι το ασκούν είναι άνθρωποι με αξιοπρέπεια.
Στη συνέντευξη που η κ. Σκουρογιαννάκη έδωσε στην «Π» περιγράφει την καθημερινότητά της και την αντιμετώπιση του κόσμου. Η συνέντευξη έχει ως εξής:
Ερ: Πώς ξεκινάει η ημέρα σας;
Απ: «Το ωράριο των οδοκαθαριστών είναι έξι το πρωί ως 12.30 το μεσημέρι. Σηκώνομαι στις πέντε και επιστρέφω σπίτι στη μία με μιάμιση η ώρα. Όταν φεύγω από το σπίτι είναι πολύ λίγοι εκείνοι που είναι ξύπνιοι και δεν εννοώ για να πάνε στη δουλειά αλλά, συνήθως, εκείνη την ώρα πηγαίνουν να πιουν το δεύτερό τους ποτό…Βέβαια, είναι και άλλοι που πηγαίνουν έξι η ώρα στις δουλειές τους.
Ερ: Ο κόσμος που συναντάτε στο δρόμο πώς σας αντιμετωπίζει;
Απ: «Το πρωί- πρωί δεν έχει κόσμο. Μετά τις δέκα η ώρα είναι αναλόγως το κάθε άτομο. Ο κόσμος είναι παράξενος. Βέβαια, εμείς δε δίνουμε τώρα σημασία, τα έχουμε συνηθίσει αυτά τα πράγματα, αλλά στις αρχές, όταν πρωτομπήκα στο δήμο, ένιωθα άσχημα από τη μια μεριά. Συχνά αναρωτιέμαι, αφού ο καθένας δε με γνωρίζει, γιατί να με κατηγορεί και με φωνάζει «σκουπιδιάρη»; Από την άλλη, βέβαια, έχω και λίγο πείσμα και σκέφτομαι ότι δε θα τους περάσει, εξάλλου, σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχουν γυναίκες. Ο κόσμος πρέπει να ξεπεράσει αυτό το ταμπού και να το συνηθίσει. Τώρα πολλοί λένε ότι πρέπει να έχουμε γυναίκες στο δήμο γιατί καθαρίζουν πιο καλά. Βέβαια, υπάρχουν άνδρες εξαιρετικοί οδοκαθαριστές που μας κάνουν πέρα εμάς τις γυναίκες.»
Ερ: Υπάρχουν συγκεκριμένοι άνθρωποι που υποτιμούν τη δουλειά σας;
Απ: «Οι μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες μας βλέπουν όταν καθαρίζουμε το δρόμο και ορισμένες μας ζητάνε να «πάρουμε» λίγο και την αυλή τους. Άμα τους πεις ότι «η δουλειά μου δεν είναι να καθαρίζω αυλές», σου λένε ότι «εμείς σε πληρώνουμε και πρέπει να μας καθαρίζεις»! Έχω καυγαδίσει και με μία γυναίκα για αυτό το λόγο. Νομίζω πως σε αυτές τις ηλικίες υπάρχει ταμπού, οι γυναίκες αυτές γεννήθηκαν για να πιστεύουν ότι η γυναίκα είναι μόνο για το σπίτι, το τσικάλι.. είναι λίγες που πιστεύουν ότι πρέπει και η γυναίκα να βγει έξω, να προσφέρει στην οικογένειά της, πόσο μάλλον όταν είναι μόνη της με τέσσερα παιδιά.»
Ερ: Την ώρα που εργάζεστε ο κόσμος σέβεται τη δουλειά σας;
Απ: «Καμιά φορά με ρωτάνε αν μπορούν να πετάξουν κάτι στο καλαθάκι μου, αν είναι κάτι μικρό τους αφήνω, αλλά αν ο κάδος είναι σε απόσταση εκατό μέτρων τους ζητάω να το πετάξουν εκεί. Το κακό με την πόλη μας είναι ότι οι κάδοι είναι από μέσα άδειοι και από έξω γεμάτοι σκουπίδια. Επίσης, δυο φορές έτυχε από τη βάρδια μου να δω κάποιον να πετάξει την τσάντα σα να σουτάρει στο τέρμα, όχι κοντά στον κάδο, αλλά σε ένα μέτρο απόσταση. Έχω σταματήσει άνθρωπο, τον έχω γυρίσει πίσω και του έχω πει «πιάσε τη σακούλα και βάλ’ τη μέσα στον κάδο, δεν είμαι υποχρεωμένη εγώ να μαζεύω τα σκουπίδια που πετάς εσύ τώρα». Ακόμα, κάποιος θα ανοίξει το παράθυρο του αυτοκινήτου και θα πετάξει το μπουκάλι, το κουτί και όπου πάει. Αυτά, βέβαια, δε γίνονται συνέχεια.»
Ερ: Εν ώρα εργασίας, πώς αισθάνεστε;
Απ: «Η δουλειά είναι όπως οι άλλες δουλειές. Αισθάνομαι ότι κάτι προσφέρω στην πόλη μου. Δε δουλεύω ούτε για πάρω κάποιο έπαινο ή να ακούσω το μπράβο. Δουλεύω γιατί είναι η δουλειά μου αυτή, μου αρέσει, τρώω από αυτή τη δουλειά, μεγαλώνω τα παιδιά μου και προσπαθώ να καθαρίσω τα «ακαθάριστα». Νιώθω υπερήφανη για τη δουλειά μου και όταν πω στους ανωτέρους μου ότι σήμερα δεν αντιμετώπισα κανένα πρόβλημα. Είναι η δουλειά μου, από αυτή ζω τόσα χρόνια κι εγώ και τα παιδιά μου.»
Ερ: Σας ενοχλεί όταν είστε στο δρόμο και σας προσπερνούν κουστουμαρισμένοι άνθρωποι;
Απ: «Τον άνθρωπο, λένε, δεν τον κάνει η εξωτερική του εμφάνιση αλλά το μέσα του. Όπως κάποια φοράει συνολάκι για να εργαστεί, το ίδιο νιώθω κι εγώ καλά με τα ρούχα της δουλειάς μου. Υπάρχει βρώμα, αυτό είναι αλήθεια. Ερχόμαστε σπίτι, τα παπούτσια τα βγάζουμε έξω και κάνουμε κατευθείαν μπάνιο για να απολυμανθούμε Αλλά όχι, όμως, ότι θα ζηλέψω κάποια που θα φοράει συνολάκι κι εγώ θα είμαι με τα ρούχα της δουλειάς μου, αφού αυτή είναι η δουλειά μου κι είμαι υπερήφανη για αυτή.»
Ερ: Πώς αντιμετωπίζετε τον κίνδυνο ασθενειών και μολύνσεων;
Απ: «Πάντα υπάρχουν μέτρα ασφαλείας. Κάνουμε όλα τα εμβόλια, χολέρας, ηπατίτιδας και άλλα, έχουμε γιατρό στο δήμο και είμαστε καλυμμένοι από το θέμα υγείας. Ακόμα, είναι τα ρούχα μας, φοράμε ειδικά παπούτσια, γάντια, μάσκα, τη στιγμή ιδιαίτερα που ρίχνουμε ασβέστη στους κάδους, γιατί δεν μπορείς να τον σκουπίσεις χωρίς μάσκα, μπορεί να έχεις αναπνευστικό πρόβλημα.»
Ερ: Στον κύκλο σας υπάρχει προκατάληψη για το επάγγελμά σας;
Απ: «Όχι, δε νομίζω, διότι με ξέρουν από τον καιρό που είχα κάνει την αίτηση για να μπω στο δήμο. Φάνηκε, μονάχα, παράξενο στους γονείς μου όταν πρωτοξεκίνησα αλλά μετά που είδαν ότι εγώ κάπου ήμουν ικανοποιημένη, ότι βρήκα δουλειά και μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, να μεγαλώσω τα παιδιά μου, να μην έχω κανέναν ανάγκη, τότε πιστεύω ότι κι αυτοί ένιωσαν περισσότερο υπερήφανοι από εμένα.
Θυμάμαι, ακόμα, πως όταν ξεκίνησα ο μεγάλος γιος μου, τότε ήταν περίπου οχτώ ετών, είχε αντιδράσει λιγάκι γιατί με βλέπανε οι φίλοι του από το σχολείο που σκούπιζα και του έλεγαν «η μαμά σου είναι σκουπιδιάρης;» Και αυτός ερχόταν και έκανε παράπονα σπίτι, ώσπου είπα ότι πρέπει να είναι υπερήφανοι για τη μαμά τους γιατί τους μεγαλώνω και από κει τρώνε.
Είναι ένας κλάδος πολύ δύσκολος, βρώμικος αλλά από κει και πέρα κοιτάζουμε να αντιμετωπίζουμε αυτή τη δυσκολία με το να καθαρίσουμε, έτσι νιώθουμε ότι προσφέραμε στους άλλους κάτι.
Εκείνο που θέλω να πω σε όσους πρωτοπιάνουν δουλειά στο δήμο είναι να έχουν το κεφάλι τους ψηλά, να μην ντρέπονται για αυτό που κάνουν, γιατί προσφέρουν. Πρέπει να ξεπεραστεί το ταμπού που υπάρχει.»